Κεντρική Σελίδα

Πτερούντα Λέσβου

Ιστορία του Χωριού

Πρόεδροι Κοινότητας

Δημοτικό Σχολείο

Ντοπιολαλιές

Ευριπίδης Κουτλίδης

Ο Γάμος στο Χωριό μας

Ραφαήλους η Κούνους

Το Πανηγύρι του Αι- Γιάννη

Μια πραγματική ιστορία

Φωτογραφικά Στιγμιότυπα

Πτερούντα

Ντοπιολαλιές

ΚΑΚΟ ΜΟΥΡΟ ΦΤΟ ΤΟΥ ΜΠΑΜΠΕΛ”
Ίνταν καλουτσέρ, Άυγουστους μήνας. Η γι’ ώρα κόντιβι ιννιά. Οι γερ’ αρχινίσαν να μαζιυόντιν στ’ Κουστέλ’ του καφινείου γύρου γύρου απ’ κ’ τηλιόρασ’. Θμούμι του Παλιουμώρ, του Μουρκιντάγου, του Χιλέλ, του Μπουκάλ, του μπάρμπα-Σταύρου του Μυλουνά, κι Αλίκ τσι πουλλοί άλλ’. Πάσ’ ιφκί κ’ ώρα να τσι μπαίνουν στου καφινείου του Μπαμπέλ τα’ Χαματζόλα τσι η Πάρις τα’Ξδελ. Κάτσαν τσι τα μουρά κουντά σκ’ τηλιόρασ’. Φτο του Μπαμπέλ κακό μουρό, η νούστ σκ’ διαβουλιά, δεν άφνι μύγα π’ να μη κι πειράξ’, βάστα μια ακρίδα.

Η μπάρμπα Γνάτγιους του Χιλέλ ίβλιπι τηλιόρασ’ τσι βάστα του μπαστούν’. Απού πίσου καθούνταν η Μουρκιντάγους τσι άλι αθρώπ’. Τρέχ του Μπαμπέλ πίσου απ’ του Χιλέλ τσι ακουμπά κ’ακρίδα πας του λαιμό τσι φεύγ’ απ’ εφτου. Η ακρίδα αρχίνσι ν’ ανιβαίν’, να πουρπατά. Σκών’ του Χιλέλ του χέρ’, ξύν’ του λαιμό του ,τίπουτα. Ύστιρα απί λίγου καταλαβαίν’ πάλι φαγούρα.. Απλών’ του χέρ’ τσι πιάν’ κι ακρίδα. Γύρου γύρου ούλ’ βάλαν’ τα γέλια. Σκώντι του Χιλέλ τσι κοιτάζ’ απού πίσου ούλου νεύρα του Μουρκιντάγου τσι λέγ’. “Βρε παλιουρουφιάνι ξέρς άμα σ’ κουπανίσου μια απ’ του μπαστούν”. Θυμών’ η Μουρκιντάγους τσι λέγ’ “Πιανού θα κουπανίις βρε...” Τότι σκουθήκαν ούλ’ μες του καφινείου κι τσχουρίσαν.
Να τι καν’ φτο του Μπαμπέλ μουρμουρίζαν ύστιρα οι γέρ’.


“ΔΕ ΓΙΑΡΑΓΚΙΙΣ ΚΙΠΟΥΤΑ”
Ήνταν Λαμπρή του χίλια ιννιακόσια ινινήντα. Του χουριό λόγου ικλουγών ήνταν γιμάτου Αθιναίοι. Η γι ακκλησά κάθι βράδ’ ήνταν στα μιγαλείατσ. Η γι’ Άγιους Γιάννς έλαμπι.
Τα τιλιυταία χρόνια η Μήτρους τ Σταυρί πάγινι κάθι Κυριακή σκ’ ακκλησά γιατί η παπά Φάνς στου τέλους τσλειτουργιάς του δινι βλουγιά. Φτες λοιπόν τσμέρις αρχόνταν τσι η Μήτρους σκακκλησά. Ήνταν Μιγάλ’ Πέμκ’ τσι η παπα Φάνς ίλιγι του έβδουμου ιβαγγέλιου. Τότι ξαφνικά φουνάζ’ η Μήτρους στου παπά: “Άι τσι δεν έχς γούστου πια”, “Δε γιαραγκίις κίπουτα” τσι φεύγ’. Ούλ’ γι ακκλησά έβαλι τα γέλια. Η λόγους ήνταν ότι η Μήτρους ήνταν μαθμαίνους νακού ένα ιβαγγέλιου να παίρν’ κβλουγιά τσι να φεύγ’. Φκι κμέρα η παπάς ίλιγι μέχρι φκι κιώρα ιφτά τσι τιλιουμό δεν είχι.


ΒΓΑΛΤΟΥ ΑΠ’ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ”
Άμα καμιά φουρά η Μήτρους η Κασιράνς είχι κέφια Δε χόρταινις να τουν ακούς. Πιο πέρσ τουν Αύγουστου καθούμαστι όξου απ’ του καφινείου γω, η Μήτρους, η γι Αντώνς η Καλιάς, η γι’ Αρβανίτς τσι λέγαμι για του Σαντάμ τσι για του πόλεμου στου Πιρσικό. Έφτου π’ κουβιντιάζαμι μ’ λέγ’ η Μήτρους: “Βρε δάσκαλι πόσου κόσμου έχ’ του Κουβέιτ: “ Λέγου γω “Δυόμισι με τρία εκατομμύρια”. Δε προυφταίνου να τιλιώσου τσι μ’ λέγ’ “βγάλτου απ’ του πρόγραμμα”. Ήθιλι να πει να μη του κάνου φτο του μάθημα στου σκουλειό, γιατί νόμζι μαζί απ’ του Καλιά ότι του Κουβέιτ είχι πολλοί πιο λίγ’ αθρώπ’.


ΚΑΛΩΣ ΩΡΣΙΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚ”
Τα παλιά τα χρόνια οι χουριανοί μας του καλουτσέρ παγαίναν για δλια σκ’ Αθήνα τσι γυρίζαν του Χμώνα. Μια μέρα λοιπόν του Μητρέλ η Τράκας έβγαλι πρόγραμμα να φύγ’ σκ’ Αθήνα. Κατέφτσι σκ’ Μυτιλήν’ τσι περίμινι του βαπόρ.
Μιτά απί λίγου ήρθι του καράβ. Απού μέσα ήβγινι η Γαβριήλους τα’ Κουκών’. Ανταμώσαν μι του Μήτρου τσι τα λέγ’ η Μήτρους: “Τι γίντι βρε Γαβριήλου, έρχισι;” Λέει η Γαβριήλους: “Έρχουμι γιατί δεν έχ’ δλιές σκ’ Αθήνα” Τότι λέει του Μητρέλ: “Να πάου βρε ή να μη πάου;” Η Γαβριήλους τα λέγ’ μη πας γιατί δεν έχ’ δλιά, έλα να φύγουμι στου χουριό.
Μόλις γίντσι απόγιμα πήραν του λουφουρείου τσι φύγαν για του χουριό. Πριν φτάσουν στου χουριό λέγ’ η Μήτρους τ Γραβριήλ’ : “Να κατιβούμι απ’ του λουφουρελιου στ’ Λαλέ, να πάμι απκ’ Πριβόλα να μη μας δουν”. Πάμι λέγ’ η Γαβριήλους. Μόλις φτάσαν πάνου απκ’ Πριβόλα να η Πανάγους του Γδιγδι μπρουστά ντουν. Λέγ’ τότι του Γδιγδί:
“Καλούς ώρσις Δημητράκ’”. Η Μήτρους ούλου νεύρα δεν άντιξι πια τσι τλέγ’: “Γω βρε άλλαξα δρόμου μα μη σι δω, τσι συ βρέστσις μπρουστάμ’”.


Ε, ΦΙΛΙΠΠΙ ΜΕΣΑ ΕΙΣΙ;”
Πριν καμιά δικαπηνταριά χρόνια τουν Αύγουστου του χουριό μας είχι ραδιουσταθμό. Του σταθμό φτο τουν είχι του γκόν’ τΦιλιππί τΧαψή στου σπίκιτ κάτου απ’ του καφινείου. Μέσ΄του καφινείου τΚουστέλ είχι ένα ράδιου ανοιχτό τσι δίπλα στου τραπέζ καθούνταν η Μουρκιντάγους. Ακγι ράδιου τσι μτάλιαζι. Του Φιλιππέλ’ πρώτου πειραχτήρ έπιασι στου ράδιου του σταθμό τγκουνιούτ’. Σκώντι ότι τσι παγαίν’ απού κάτου στου σπίκιτ’, τσι πιάν’ του μικρόφουνου τσι λέγ: “Εδώ ράδιο Φίλιππας, Εδώ ράδιο Φίλιππας. Ε, Μουρκιντάγου μ’ ακούς;”. Κατιφθείαν ξιτνάχτσι η Μουρκιντάγους, κοιτάζ του ράδιου τσι αφού δεν ήβλιπι του Φιλιππί, λέγ: “Ε, Φιλιππί, μέσα είσι;”.


"Α ΝΑ ΧΑΘΕΙΣ ΠΑΛΙΟΥΓΝΑΙΚΑ"
 Ήνταν χμώνας, του 1970-71 πιρίπου. Μες  τΦουτέλ του καφινείου καθούνταν γύρου γύρου απκ’ σόμπα η Θουδουρής  η Κασάμπαλις ( η Ψάλτς), η Νταής η Γιάννς, η Μήτσους του Χιλέλ, τσι πας του καναπέ μτάλιαζι η μπάρμπα Γνάτγιους του Χιλέλ.
Η Στασία, η μάνα  του Φουτέλ καθούνταν τσι φκι κουντά σκ’ σόμπα πας του καναπέ, τσι απκι μια μιριά ήνταν του Χιλέλ η γέρους τσι απ’ κιάλλι η Θουδουρής.Η Στασία είχι ένα ξούρ τσι πασπάτιβι. Τσι φτο γιατί δεν ίβλιπι. Βάστα λοιπόν του μπαστούν τσι έψαχνι απ’ του χέρ. Σι μια στιγμή έφτου π’ καθούνταν ούλι η Στασία άπλουσι του χέρ τσι αρχίνσι να πασπατέβ του Θουδουρή. Πέρασι λίγου μέχρι να του καταλάβ φτος. Σκώντι τότι απότουμα πάνου η Θουδουρής τσι φουνάζ: «Α να χαθείς , παλιουγναίκα». Η Στασία π΄δεν είχι καταλάβ΄τι έκανι πιο μπρουστά σκών του ραβδί τσι κουπανεί μια στου Θουδουρή ,αλλά τσίνος δεν έβγαλι τσιμουδιά.
Του πράμα όμους είχι τσι συνέχεια. Παγαίν η Μήτσους του Χιλέλ τσι ακουμπά κ΄Στασία απκι μιριά π΄τσμούνταν του Χιλέλ η γέρους. Σκώνει φκι πάλι του μπαστούν τσι αρχινά του Μπάρμπα Γνάτγιου στου ραβδί.


"ΒΡΕ ΚΩΣΤΑ ΕΧΣ ΝΤΙΜΠΙΣΙΡ;"
Πρέπ΄να ήνταν μιτά του 1950. Η Κώστας η Παλαμάκς, η Μήτρους η Τράκας τσι του Παναγέλ του Καρύδ πήγαν στου Μισότουπου, πίσου απ΄του Ρούτφα να στσίσουν καβάκια. Η Κώστας τάχι παρμένα φκνά. Αρχινίσαν λοιπόν κι δλιά.
Επειδή όμους του Κώστα τουν πόνι η μέσητ  έκανι τσίνους του πιλέτσμα τσι η Μήτρους απ΄του Παναγέλ στσίζαν τα καβάκια. Ξικινήσαν λοιπόν του πριόν τσι η Μήτρους απ΄του Παναγέλ τσι βγάλαν δυο καβάκια. Όμους του Παναγέλ βιαζόταν να φύγ τσι δεν ήθιλι να δλέψ. Άφνι του πριόν στου Μήτρου. Ίλιγι η Μήτρους: «Βρε, πάτσι κόλση του πριόν;
Δε κατιβαίν βρε». Είδι τσι απουείδη η Μήτρους τσι λέει στου Κώστα. «Βρε Κώστα εχς ντιμπισίρ;» Του λέει φτος: «Τι του θέλς βρε Μήτρου;» Λέει του Μητρέλ: «Κάνι βρε Κώστα ένα λουγαριασμό να δούμι τι μιρουκάματου θα πάρουμι», καν΄η Κώστας του λουγαριασμό τσι  λέγ «Απί 33 δραχμές». Φουνάζ τότι του Μητρέλ: Δε είνι δλιά τουκ. Θα σκάσου. Τσι έφγι».

 
"ΧΟΥΡΤΑΣΜΟ ΔΕΝ ΕΧΣ"
Τα τιλιυταία χρόνια η μπάρμπα Σταύρους η Ντίνους είχι του συνήθγιου να κατιβαίν απ΄του μπαλκόν μες κι αυλή γυμνός τσιτσίδ, τσι να κάν μπάνιου απ΄του κρύου του νιρό. Φκι η δλιά γνόταν χμώνα καλουτσέρ. Μόλις λοιπόν κατιβαίν μες κι αυλή η γέρους φουνάζ στου Μήτρου του γιό  «Βρε Μήτρου ρίξι νιρό». Παίρν η Μήτρους του κβα τσι αρχινά. Ρίχν συνέχεια. Πα να σταμακίσ λίγου, φουνάζ η γέρους: «Ρίξι βρε, ρίξι» Αφήν του κβα τότι η Μήτρους τσι φουνάζ: «Δε στ φτάν πια θα πουντιάσ, χουρτασμό δεν έχς».