Κεντρική Σελίδα

Πτερούντα Λέσβου

Ιστορία του Χωριού

Πρόεδροι Κοινότητας

Δημοτικό Σχολείο

Ντοπιολαλιές

Ευριπίδης Κουτλίδης

Ο Γάμος στο Χωριό μας

Ραφαήλους η Κούνους

Το Πανηγύρι του Αι- Γιάννη

Μια πραγματική ιστορία

Φωτογραφικά Στιγμιότυπα

Πτερούντα

ΜΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

ΜΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Στο καφενείο του χωριού μας πέρα από τις γνωστές συζητήσεις και τα πειράγματα τύχαινε καμιά φορά ν’ ακούω και μια πραγματική ιστορία. Η ιστορία αυτή έλαβε χώρα την περίοδο της Τουρκοκρατίας στο διπλανό μας χωριό , τα Χίδηρα. Κάθε φορά που την άκουγα μου προκαλούσε ζωηρό ενδιαφέρον, επειδή το γεγονός είχε όχι μόνο ιστορική αξία, αλλά και γιατί το ύφος της αφήγησης ήταν απλό, ζωντανό και παραστατικό.
Στο χωριό μας πολλοί προσπαθούσαν να εξιστορήσουν το γεγονός, αλλά εκείνος που τα κατάφερνε ήταν ο Γιάννης ο Παδιατέλλης. Όταν καμιά φορά διηγούνταν αυτή την ιστορία ο μπάρμπα Γιάννης έβλεπες το «Παλιουμώρ» να μη χορταίνει να τον ακούει.

Μια μέρα , λοιπόν, το πήρα απόφαση. Θα ζητούσα από το μπάρμπα Γιάννη να μου αφηγηθεί την ιστορία με την προοπτική να τη δημοσιεύσω στο περιοδικό του Συλλόγου μας. Ένα κυριακάτικο πρωινό του Μαρτίου μετά την εκκλησία καθίσαμε στο καφενείο, παραγγείλαμε καφεδάκια και άρχισε η εξιστόρηση. Πριν ξεκινήσουμε πρέπει να επισημάνω ότι όπως μας εξήγησε ο Γάννης ο Παδιατέλλης γι’ αυτήν την ιστορία υπήρχε βιβλίο το οποίο διάβασε ο ίδιος, αλλά το έχασε. Αυτά που γράφουμε εδώ είναι ό,τι συγκράτησε με την αξιοζήλευτη πραγματικά μνήμη του.
Το 1814 στα Χίδηρα Μυτιλήνης ζούσε μια οικογένεια Τούρκων, την οποία αποτελούσαν ο Ομέρ Αγάς (σκοτώθηκε αργότερα στη μάχη των Δερβενακίων), η σύζυγος του Αϊσέ, ο γιος του Μπαχούμ και η υπηρέτρια τους Χαντιγιέ. Ο Μπαχούμ έβγαλε σχολή γενιτσάρων. Όταν αποφοίτησε και γύρισε στα Χίδηρα, τον υποδέχτηκε η μητέρα του και του είπε το μυστικό του πατέρα του. Ο πατέρας σου, του είπε, σκοτώθηκε από Έλληνες και δίνοντάς του τα άρματα του Ομέρ Αγά του ευχήθηκε να εκδικηθεί τους ραγιάδες όσο μπορεί. Σαν γενίτσαρος, λοιπόν, χρειαζόταν ένα καλό άλογο. Τα καλύτερα άλογα την εποχή εκείνη τα είχε η ελληνική οικογένεια Σγουρά, που ζούσε στην περιφέρεια Αι Λιά Χιδήρων. Ο Σγουράς ήταν χήρος και είχε δυο γιους, τον Στρατή, που ήταν ο μεγαλύτερος και το Μήτρο.
Ο Μπαχούμ ξεκινώντας για τον Αϊ Λιά χωρίς να ενημερώσει τη μητέρα του, φτάνει στη μάντρα των Σγουράδων, χαιρετάει και λέει:
«Γερά ναν τα κεφάλια σας
γκιαούρηδες, ραγιάδες»
Απαντά ο γερό-Σγουράς:
«Πολλά τα έτη των Τουρκών
και γεια εις τους Αγάδες».
Μπαχούμ:
«Έμαθα έχεις άλογα πολλά για την καβάλα,
σύρε και φέρτα γρήγορα, μη φέρεις τίποτ’ άλλα.
Φωτιά θα βάλω και θα σας κάψω ζωντανούς».
Ο γερο-Σγουράς στέλνει το μεγάλο του γιο, το Στρατή, ο οποίος κατεβάζει τα άλογα.
Μπαχούμ:
«Τράβα εκείνο το λιγνό
με τη μεγάλη χαίτη
που χλιμιντράει και περπατάει
και σιέται και λιγιέται».
Στρατής:
«Αυτό είναι του Μήτρου μας
το έχει για δικό του
το έχει σαν τα μάτια του
και σαν τον εαυτό του».
Μπαχούμ:
«Χλόη, τριφύλλι τακτικά
Στρατή να το ταΐζεις,
την κόμη του και την ουρά
με χτένι να χτενίζεις».
Μήτρος:
«Με μένα μίλα ρε Μπαχούμ
και άφησε το γέρο
μη φοβερίζεις το Στρατή,
εμένα που σε ξέρω»
Αναγκάζεται, λοιπόν, ο Μπαχούμ να φύγει και περνάει στην Μικρά Ασία. Εκεί που πήγε, στις παρέες του (τεκέδες), το είχαν μάθει οι φίλοι του ότι τον κυνήγησαν οι Σγουράδες και τον ειρωνεύονταν. Ενώ εκείνος έλεγε ότι δεν συνέβη τίποτα, αυτοί επέμεναν και του έλεγαν: «Αφού σου κόψαν την ορμή, στα πόδια θα το βάλεις». Ο Μπαχούμ το πήρε απόφαση να εκδικηθεί.
Εν τω μεταξύ ο γερο-Σγουράς όταν έφυγε ο Μπαχούμ στεναχωρέθηκε, γιατί ήξερε ότι θα τους εκδικηθεί. Μετά από λίγο καιρό, λοιπόν, βλέπει ένα όνειρο. Μια οχιά μεγάλη να περιτυλίγεται στο κορμί του. Υποπτεύθηκε ότι θα συμβεί κάτι κακό. Το πρωί που σηκώθηκαν αφού άρμεξαν τα πρόβατα και έκαναν τις δουλειές τους, εξήγησε στα παιδιά του το όνειρο που είδε και έδωσε την εξήγησή του ότι το θεωρούσε κακό. Τους λέει, όποιος μείνει εδώ για να τυροκομήσει και να κάνει δουλειές να έχει τα μάτια του δεκατέσσερα, διότι μπορεί να έρθει ο Αγαρηνός να μας κάνει κακό. Ο Μήτρος πρόθυμος λέει στον πατέρα του: «Εγώ θα μείνω».
Όμως ο Μπαχούμ από τη Μικρά Ασία περνάει στη Μυτιλήνη, κατευθύνεται προς τα Χίδηρα, αλλά δεν περνάει από τη μητέρα του και πηγαίνει κατευθείαν στον Αϊ Λια Χιδήρων. Φτάνει στην μάντρα των Σγουράδων. Ο Μήτρος εκείνη την ώρα έβγαζε το τυρί. Ο Μπαχούμ πηγαίνει στην πόρτα της στάνης, βγάζει το πιστόλι του, το προτείνει στο Μήτρο και λέει:

Μπαχούμ:
«Με το πιστόλι ήθελα
Γκιαούρ να σε σκοτώσω,
αλλά το γιαταγάνι μου
πρέπει καφίρ να χώσω».

«Μέσα στα σπλάχνα στην καρδιά,
στο βρωμερό κορμί σου,
να σε πατώ στα στήθη σου
να βγαίνει η ψυχή σου».
Μήτρος:
«Έλα κοντά και φώναζε
τι σκούζεις σαν γυναίκα;
Αν είσαι άντρας δείξε το
τα λόγια πια παρέτα».

«Τόσο καιρό που γκρίνιαζες
με λόγια και φοβέρες
πάνε εκείνοι οι καιροί
πάνε αυτές οι μέρες».

Αμέσως ο Μήτρος πιάνει το ραβδί του, βαράει τον Μπαχούμ στο κεφάλι και τον ρίχνει κάτω αιμόφυρτο. Αφού τον σκότωσε, τον τράβηξε μέσα στη στάνη και τον έχωσε κάτω από τα άχυρα σε μια γωνία και λέει:

«Άντε εις τον Παράδεισο
στα άχυρα από κάτω
τέρας που αναστάτωσες
τον κόσμο άνω κάτω».

Ο γερο-Σγουράς ανήσυχος έφθασε στη μάντρα. Μόλις είδε το Μήτρο τον ρωτάει μήπως συνέβη τίποτα. Ο Μήτρος απάντησε ότι πράγματι ο Μπαχούμ πήγε εκεί και τον απειλούσε να τον σκοτώσει με το πιστόλι, αλλά πρόλαβε εκείνος και τον αποτέλειωσε με το ραβδί του και τον έχωσε κάτω από τα άχυρα. Ο γερο-Σγουράς μόλις έμαθε το συμβάν ανησύχησε πολύ, διότι θα τους ξεκλήριζαν όλους. Όταν νύχτωσε πήραν την απόφαση να κάψουν το πτώμα. Αφού το έκαψαν, μάζεψαν τα κόκαλα, τα έδεσαν και τα πέταξαν σε ένα ξεροπόταμο.
Η Αϊσέ, η μητέρα του Μπαχούμ δεν ήξερε που βρισκόταν ο γιος της και ανησυχούσε. Όταν έβρεξε το χειμώνα τα κόκαλα παρασύρθηκαν από τα νερά και σταμάτησαν σε ένα πέρασμα. Δυο εφοριακοί την εποχή εκείνη περνούσαν προς Άντισσα-Ερεσό καβάλα στα άλογα τους. Τα άλογα μόλις αντιλήφθηκαν τα κόκαλα σταμάτησαν και δεν προχωρούσαν. Κατέβηκαν, λοιπόν, είδαν τα κόκαλα και διαπίστωσαν ότι πρέπει να ήταν του Μπαχούμ. Όταν γύρισαν πίσω το επιβεβαίωσαν και το γνωστοποίησαν. Μόλις το έμαθε η Αϊσέ λύσσαξε από το κακό της και αποφάσισε να εκδικηθεί την οικογένεια Σγουράδων και περισσότερο το Μήτρο.
Ο γερο-Σγουράς όταν έμαθε ότι αποκαλύφθηκε ο φόνος συνεννοήθηκε με τα παιδιά του να αναλάβει το φονικό ο ίδιος για να γλιτώσουν εκείνοι.
Μήτρος:
«Θυμάσαι πατέρα που μ’ έστειλες
στο Μόλυβο να πάω
να πάω δώρο ένα αρνί
του Χότζα του Μπραϊμη»;

«Ήταν ένα τρικάταρτο
καράβι αραγμένο
το όνομα του Κωσταντή
τον έλεγαν Κανάρη».

«Κάτι του είπαν τα σκυλιά
οι Τούρκοι στο λιμάνι».

«Αυτός καιρό δεν χάνει
τραβάει από τη μέση του
ένα μακρύ χατζάρι
και όπου φύγει τα σκυλιά».
Ο Μήτρος ενθουσιάστηκε απ’ αυτά και ήθελε να αρματωθεί και του λέει ο Στρατής:
«Και πού θα έβρεις χρήματα
και γρόσια ν’ αγοράσεις,
ή με αρνιά και πρόβατα
Μήτρο μου θα τα’ αλλάξεις»;

Μήτρος:
«Πρόβατα και αλόγατα
όλα Στρατή θα δώσω
μονάχα εις τη μέση μου
άρματα για να ζώσω».
Την εποχή εκείνη στα Χίδηρα ζούσαν τρεις Χοτζάδες. Ο ένας εξ αυτών ήταν υπέρ των χριστιανών. Αυτός είχε μάθει για το φονικό του Μπαχούμ, ήξερε το δολοφόνο και αποφάσισε να πάει στην Αϊσέ Χανούμ για να την εξευμενίσει.
Μόλις πήγε ο Χότζας, τη χαιρετά και λέει:
«Ειρήνη εις τον οίκο σου
του νόμου θυγατέρα».
Αϊσέ:
«Εις τας ευχάς σου Άγιε
θρησκευτικέ πατέρα».
Η Αϊσέ τότε λέει στην υπηρέτρια της , τη Χαντιγιέ να κάνει ένα καφέ στον χότζα.
Αϊσέ:
«Άγιε Χότζα κάθισε
και πάρε τον καφέ σου».
Χότζας:
«Στο πρόσωπο σου φαίνεται
λύπη ζωγραφισμένη
ανήσυχη μου φαίνεσαι
και καταβεβλημένη».

«Το κάλλος σου μαράθηκε
που ήταν ως το Οίον
ως μήλο ήσουν κόκκινη
λευκή ωσάν το κρίνο».

«Το λυγερό σου το κορμί
άρχισε να κυρτώνει
την κώμη την ολόμαυρη
να την πλακώνει χιόνι».

«Η Αϊσέ η ζηλευτή
η μεγαπλουμισμένη
πάνω στης Λέσβου το νησί
στον κόσμο ξακουσμένη».

«Ήσουν γουρί επίγειον
με κάλλος και με χάρη
εις του χαλίφη έπρεπε
να ήσουν το Σαράι».
Ο Χότζας της λέει ότι έπρεπε να παντρευτεί και η Αϊσέ απαντά:
«Και όταν έρθει ο Μπαχούμ
χάρη θα του ζητήσω,
με άνδρα τον υπόλοιπο
το βίο μου να ζήσω».
Αφού της είπε τόσα πολλά ο Χότζας, ανέφερε το φόνο του γιου της. Αυτή με μεγάλη μανία χωρίς καμιά υποχώρηση είπε και κατέβασαν όλη την οικογένεια των Σγουράδων. Οι μεγαλύτερες υπόνοιες έπεφταν στο Μήτρο. Στο δικαστήριο, που έγινε, ομολόγησε ο γερο-Σγουράς ότι εκείνος σκότωσε το Μπαχούμ και στη συνέχεια τον απαγχόνισαν σε μια βελανιδιά στην πλατεία του χωριού.
Ο Χότζας που ήταν με το μέρος των χριστιανών είπε στο τέλος στον Στρατή και στο Μήτρο:
«Φτωχά παιδιά πηγαίνετε
με τη καρδιά θλιμμένη
πολλά θα υποφέρετε
γκιαούρηδες σκλαβωμένοι».